- τοιχωρύχος
- ο, ΝΑ1. αυτός που εισέρχεται παράνομα σε ένα κτήριο διατρυπώντας τους τοίχους2. συνεκδ. διαρρήκτης, λωποδύτηςαρχ.ως επίθ. (για πράγμ.) άθλιος, ελεεινός («τοιχωρύχον λαγύνιον», Δίφιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.